-
1 ξυνταγμα
- ατος τό1) строй, устройство(πολιτείας Isocr., Luc.)
2) синтагма, войсковая часть, отряд, корпус(τῶν συμμάχων Xen.; ἱππέων Polyb.)
τὸ σ. τῶν πεζῶν Polyb. (лат. cohors) — когорта3) войско, армия Diod.4) толпа(τῶν οἰμωξομένων Luc.)
5) муз. строй, лад(τὰ Φρύγια συντάγματα Arst.)
6) класс населения7) сочинение, книга Diod., Plut.8) подать, побор Aeschin.9) положение, учение(τὰ συντάγματα, sc. τῶν Πυθαγορικῶν Plut.)
-
2 συνταγμα
- ατος τό1) строй, устройство(πολιτείας Isocr., Luc.)
2) синтагма, войсковая часть, отряд, корпус(τῶν συμμάχων Xen.; ἱππέων Polyb.)
τὸ σ. τῶν πεζῶν Polyb. (лат. cohors) — когорта3) войско, армия Diod.4) толпа(τῶν οἰμωξομένων Luc.)
5) муз. строй, лад(τὰ Φρύγια συντάγματα Arst.)
6) класс населения7) сочинение, книга Diod., Plut.8) подать, побор Aeschin.9) положение, учение(τὰ συντάγματα, sc. τῶν Πυθαγορικῶν Plut.)
-
3 σύνταγμα
1 body of troops drawn up in order, τὸ σ. τῶν συμμάχων their contingent, X. HG3.4.2, cf. 5.2.20; σ. ἱππέων corps of cavalry, Plb.9.3.9; τὸ σ. τῶν πεζῶν, = Lat. cohors, Id.11.23.1: metaph., τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων the whole army of them, Luc.Tim.58.2 the constitution of a state, σ. πολιτείας a form of constitution, Isoc.7.28, 12.151; τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ ς. Plb. 6.50.2; σ. τῆς πολιτείας τρία three classes or orders of men in the state, D.S.1.74.3 arrangement of musical notes, scale or mode,συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Arist.Pol. 1290a22
; μουσικῷ ς. CIG 2722 ([place name] Stratonicea).4 treatise, work, book, D.S. 1.3, Plu.2.1036c, Gal.15.490, etc.; body of doctrine, Plu.Num.22 (pl.).5 = σύνταξις 11.3, Aeschin.3.95,97.6 = σύνταξις 11.2, μάχαι αἱ κατὰ ς. battles by arrangement, i.e. matches, Ephor. 149J.7 a word in a grammatical construction, syntactical element, A.D.Adv.122.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνταγμα
См. также в других словарях:
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek